αταραξία

αταραξία
Φιλοσοφική αντίληψη για την ψυχική ηρεμία ως την πιο υψηλή αξία. Ο Δημόκριτος πρεσβεύει ότι το μεγαλύτερο αγαθό είναι η ψυχική ηρεμία που οφείλεται στην απόλαυση, μέσα στα όρια του μέτρου, των ηδονών της ζωής. Οι σκεπτικοί, που αμφέβαλαν για όλα, πίστευαν ότι είναι ανόητο να ταράζεται κανείς για πράγματα παροδικά και αβέβαια, και παραιτήθηκαν από την προσπάθεια να γνωρίσουν το αληθινό και το ψεύτικο. Για τον Επίκουρο, η α. αποτελεί το ανώτατο ιδανικό τη ζωής, είναι η κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο σοφός που έχει κατακτήσει την εσωτερική του ελευθερία. Οι στωικοί θεώρησαν την α. και την απάθεια ως πρώτο σκοπό της ηθικής. Οι Ινδοί επιδιώκουν την α. με την απάρνηση των εγκοσμίων και την κατάλυση της αρχής της ζωής. Στη χριστιανική θρησκεία η α. επιδιώκεται με την υποταγή στις βουλές της Θείας Πρόνοιας και με την πεποίθηση στην άπειρη αγαθότητα του Θεού. (Ιατρ.) Α. λέγεται η κατάσταση ηρεμίας που οφείλεται στην έλλειψη νευροψυχικής αντίδρασης.
* * *
η (AM ἀταραξία) [ατάρακτος]
μέτρο συμπεριφοράς, συμμετρία, έλλειψη ταραχής και θαυμασμού
νεοελλ.
1. η έλλειψη ταραχής, η ηρεμία
2. (νευρολ.) ηρεμία που οφείλεται σε έλλειψη νευροψυχικών αντιδράσεων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἀταραξία — ἀταραξίᾱ , ἀταραξία impassiveness fem nom/voc/acc dual ἀταραξίᾱ , ἀταραξία impassiveness fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀταραξίᾳ — ἀταραξίᾱͅ , ἀταραξία impassiveness fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αταραξία —         (ataraxia) (греч.) невозмутимость. Состояние душевного покоя, достигаемое мудрецом (Демокрит, Эпикур, скептики). Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв …   Философская энциклопедия

  • αταραξία — η ψυχική ηρεμία, ψυχραιμία: Είχε δείξει μιαν αξιοθαύμαστη αταραξία στις συμφορές που τον χτύπησαν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀταραξίας — ἀταραξίᾱς , ἀταραξία impassiveness fem acc pl ἀταραξίᾱς , ἀταραξία impassiveness fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀταραξίαν — ἀταραξίᾱν , ἀταραξία impassiveness fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀταραξίη — ἀταραξία impassiveness fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀταραξίην — ἀταραξία impassiveness fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀταραξίης — ἀταραξία impassiveness fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀταραξίῃ — ἀταραξία impassiveness fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”